νοσογόνος

νοσογόνος
ος, ο[ν] болезнетворный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "νοσογόνος" в других словарях:

  • νοσογόνος — ο θηλ. και α αυτός που προξενεί νόσο («νοσογόνα μικρόβια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. καπνο γόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • μίασμα — το (ΑΜ μίασμα) [μιαίνω] 1. το αποτέλεσμα τού μιαίνω, μόλυσμα, ρύπος («μὴ μίασμα τών φυτευσάντων λάβῃς», Σοφ.) 2. (για πρόσ.) ο ηθικά επιζήμιος για τον περίγυρό του («μίασμα χώρας... ἐλαύνειν», Σοφ.) 3. (γενικά) έμβιος ή άβιος νοσογόνος παράγοντας …   Dictionary of Greek

  • επιζωοτία — Λοιμώδης ή παρασιτική ασθένεια που προσβάλλει τα ζώα. Στην περίπτωση που τα είδη των ζώων είναι πολλά, ονομάζεται πανζωοτία. Η νομοθεσία ορίζει την υποχρεωτική δήλωση των ύποπτων για ασθένεια ζώων που ο κάθε ιδιώτης έχει στην κατοχή του. Ο νόμος… …   Dictionary of Greek

  • νοσοποιός — ό (ΑΜ νοσοποιός) αυτός που προκαλεί νόσο, νοσογόνος αρχ. μτφ. αυτός που προκαλεί πολιτική αναταραχή, στασιαστής, ταραχοποιός («τοὺς νοσοποιοὺς ἐκ τῆς πόλεως ἐξελθεῑν», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • νοσοφόρος — ο, θηλ. και α νοσογόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + φόρος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Π. Τριανταφυλλίδη] …   Dictionary of Greek

  • νουσοφόρος — νουσοφόρος, ον (Α) ιων. τ. αυτός που προκαλεί αρρώστια, ο νοσογόνος («γήραϊ νουσοφόρῳ», Θεαίτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… …   Dictionary of Greek

  • υπεριός — ο, Ν βιολ. υπερμικροσκοπικός νοσογόνος μικροοργανισμός που ζει παρασιτικά μέσα στα κύτταρα ζώων ή φυτών και τού οποίου το μέγεθος κυμαίνεται μεταξύ 10 και 300 χιλιοστών τού μικρομέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + ιός. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν …   Dictionary of Greek

  • οστεοαρθρικό σύστημα — Σύστημα που σχηματίζεται από δύο ή περισσότερα οστά και από συζευκτικά μέσα, τα οποία επιτρέπουν διάφορου βαθμού κινητικότητα στα οστά τα οποία συνδέουν. Οι αρθρώσεις διακρίνονται, με ανατομικά και λειτουργικά κριτήρια, σε δύο μεγάλες ομάδες: την …   Dictionary of Greek

  • παθογόνος — α, ο αυτός που μπορεί να προκαλέσει αρρώστια, νοσογόνος: Το περιβάλλον στις μεγάλες πόλεις είναι παθογόνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»